- κακοεργής
- κακοεργής, -ές (Α)βλ. κακούργος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοεργῆ — κακοεργής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κακοεργής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κακοεργής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργέα — κακοεργής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κακοεργής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργέας — κακοεργής masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργέες — κακοεργής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργέος — κακοεργής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργέσι — κακοεργής masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργῶν — κακοεργής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) κακοῦργος masc/fem/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek
κακοεργέι — κακοεργέϊ , κακοεργής dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)